φίλιωμα

φίλιωμα
το, -ατος
συμφιλίωση, συνδιαλλαγή, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων: Είχαν χρόνια να μιλήσουν, αλλά μετά το φίλιωμά τους είναι πάντα μαζί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φίλιωμα — και φιλίωμα, το, Ν [φιλιώνω] συμφιλίωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”